Ἰσθμῶν

Ἰσθμῶν
ἰσθμός
neck
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰσθμῶν — ἰσθμός neck masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… …   Dictionary of Greek

  • Κορινθιακός κόλπος — Θαλάσσια λωρίδα που εκτείνεται μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας προς Β, της Πελοποννήσου προς Ν, του στενού Ρίου Αντιρρίου προς Δ και των ισθμών των Μεγάρων και της Κορίνθου προς Α. Ως δυτική προέκτασή του λαμβάνεται ο Πατραϊκός κόλπος, μέσω του οποίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”